κιρρωτικός

κιρρωτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίρρωση ή εκείνος που πάσχει από τη νόσο αυτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”